- γεννητός
- γεννητός, -ή, -όν (AM) [γεννώ]αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε γεννητὸς ὤν υἱὸς εἴτε ποιητός», Πλάτ.)αρχ.1. ο θνητός2. αυτός που γεννήθηκε σ' ένα ορισμένο τόπο, ο αυτόχθονος3. εκείνος που έχει γεννητική, παραγωγική δύναμη.
Dictionary of Greek. 2013.