γεννητός

γεννητός
γεννητός, -ή, -όν (AM) [γεννώ]
αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε γεννητὸς ὤν υἱὸς εἴτε ποιητός», Πλάτ.)
αρχ.
1. ο θνητός
2. αυτός που γεννήθηκε σ' ένα ορισμένο τόπο, ο αυτόχθονος
3. εκείνος που έχει γεννητική, παραγωγική δύναμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεννητός — begotten masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητόν — γεννητός begotten masc acc sg γεννητός begotten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητοῖς — γεννητός begotten masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητοί — γεννητός begotten masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητούς — γεννητός begotten masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῆς — γεννητός begotten fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητή — γεννητός begotten fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῶς — γεννητός begotten adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῷ — γεννητός begotten masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλογέννητος — κοχλογέννητος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο γέννητος, πορφυρο γέννητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”